Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 19 Μαρτίου 2018

6ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ Μ-Λ ΚΚΕ: Τα άμεσα πολιτικά καθήκοντα (τελευταία ενότητα)

Δ. ΤΑ ΑΜΕΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΘΗΚΟΝΤΑ ΜΑΣ



Να δυναμώσουμε το μέτωπο απόκρουσης της αντιλαϊκής πολιτικής ενισχύοντας τον μαζικό εξωκοινοβουλευτικό αγώνα και καταπολεμώντας τις πολιτικές κατευθύνσεις που τον υπονομεύουν
31. Η ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν σήμανε το σταμάτημα ή πολύ περισσότερο την αναίρεση των εξοντωτικών μέτρων που επιβλήθηκαν στον ελληνικό λαό από τις προηγούμενες κυβερνήσεις με τα μνημόνια, αλλά αντίθετα επέφερε τη διατήρηση και επέκτασή τους με το τρίτο μνημόνιο, ενώ στον ορίζοντα προβάλλουν νέα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί για την εργατική τάξη και το λαό της χώρας μας είναι ασφυκτική. Εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι έχασαν τη δουλειά τους και πολλές χιλιάδες νέοι σπρώχτηκαν στη μετανάστευση. Οι μισθοί, οι συντάξεις, τα εργασιακά δικαιώματα τσακίστηκαν. Τα λαϊκά εισοδήματα φορολεηλατούνται, οι δημόσιες κοινωνικές υπηρεσίες και υποδομές (υγεία, ασφαλιστικό και προνοιακό σύστημα, παιδεία) κατεδαφίζονται. Οι λαϊκές κατοικίες κατάσχονται, η δημόσια περιουσία εκποιείται σωρηδόν.
Μέσα σ’ αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα, αναδύεται σαν κεντρικό λαϊκό αίτημα η ανάσχεση της μνημονιακής λαίλαπας. Προβάλλει η ανάγκη για ένα πανεργατικό-παλλαϊκό μέτωπο που θα διεξάγει αποφασιστική και αποτελεσματική μαζική πάλη για την απόκρουση και ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής κυβέρνησης – ΕΕ - ΔΝΤ.
Η διαμόρφωση ενός τέτοιου μετώπου περνά μέσα από τις καθημερινές μάχες για την απόκρουση των αλλεπάλληλων αντιλαϊκών μέτρων -είτε αυτά χτυπούν επιμέρους ομάδες και κλάδους εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων είτε καθολικά την εργατική τάξη και το λαό- και από τη συνειδητή προσπάθεια αυτές οι επιμέρους ή περιοδικές μάχες να συνενώνονται σε κοινό αγώνα που θα συσπειρώνει όλο και ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις και θα αποκτά σταθερότητα, συνέχεια, κλιμάκωση και διεύρυνση της δυναμικής του. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει αποτελεσματική αναμέτρηση με την εντεινόμενη αντιλαϊκή επίθεση που εξαπολύεται από τον ιμπεριαλιστικό παράγοντα και την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία και υλοποιείται από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, με την ουσιαστική στήριξη των υπόλοιπων αστικών κόμματων. Κάθε αγώνας που γίνεται για το δικαίωμα στη δουλειά, για το μισθό, τη σύνταξη, τα εργασιακά δικαιώματα, ενάντια σε κάθε αντιλαϊκό νομοθέτημα και μέτρο, θα πρέπει να ενισχύεται, να μαζικοποιείται και να στρέφεται σταθερά και αποφασιστικά ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, ενάντια στην ΕΕ και το ΔΝΤ, ενάντια στην πολιτική τής εξάρτησης και υποτέλειας.
Η πείρα των προηγούμενων χρόνων, και ιδιαίτερα η πείρα που αποκτήθηκε μετά την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, έδειξε πόσο σαθρή και απατηλή είναι η πολιτική που υποστηρίζει ότι με τον κοινοβουλευτικό δρόμο, μέσα από την εκλογική ανάδειξη μιας «κυβέρνησης της Αριστεράς», και ακόμα χειρότερα μέσα στην ΕΕ, με «διαπραγμάτευση με τους εταίρους», μπορεί να ανατραπεί η πολιτική που υπαγορεύουν οι κυρίαρχες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και η ντόπια μεγαλοαστική τάξη. Στη συγκεκριμένη περίοδο, η μνημονιακή πολιτική. Η πείρα αυτή αποτελεί ισχυρό και απτό δίδαγμα και οδηγό για τις εργατικές και λαϊκές μάζες. Η απόκρουση και η ανατροπή της πολιτικής που τις καταδυναστεύει και η διέξοδος θα πρέπει να αναζητηθούν σε ένα διαφορετικό δρόμο. Στο δρόμο της ισχυροποίησης του μαζικού εξωκοινοβουλευτικού αγώνα σε όλες τις μορφές του (απεργίες, συλλαλητήρια, διαδηλώσεις κ.λπ.).
Για να ανοίξει αυτός ο δρόμος δεν αρκεί, ωστόσο, να απορριφθεί μόνο η πολιτική των εκλογικών αυταπατών και των εύκολων λύσεων που έχουν, από παλιά, προβάλει τα σοσιαλδημοκρατικά και ρεφορμιστικά κόμματα και καλλιέργησε έντονα ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά να καταπολεμηθεί και κάθε πολιτική που εμποδίζει να ξεδιπλωθεί αυτός ο αγώνας.
Πρώτα-πρώτα η πολιτική του συμβιβασμού και της υποταγής που προβάλλουν και εφαρμόζουν οι συμπαραταγμένες δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ στη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ και γενικότερα στις εργατικές και λαϊκές συνδικαλιστικές οργανώσεις του μαζικού κινήματος. Πολιτική που έχει τα χαρακτηριστικά τής ανοιχτής ταξικής συνεργασίας και της στήριξης της πολιτικής των μνημονίων. Μια κατάπτυστη πολιτική που εκδηλώνεται με πράξεις όπως η θέση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ υπέρ της «ευρωπαϊκής πορείας» της χώρας και υπέρ του «ναι» στο δημοψήφισμα του 2015, η «κοινή δήλωση των κοινωνικών εταίρων για τα εργασιακά» το 2016, η ακινητοποίηση των συνδικαλιστικών οργανώσεων απέναντι στα μνημονιακά μέτρα, η υπονόμευση της ενωτικής εργατοϋπαλληλικής κινητοποίησης, η διάσπαση ακόμα και της μιας ελάχιστης κινητοποίησης που γίνεται την τελευταία στιγμή, την ώρα της ψήφισης των αντιλαϊκών νομοσχεδίων. Χτυπητό τελευταίο παράδειγμα η άρνηση συντονισμένης κινητοποίησης και τα ξεχωριστά συλλαλητήρια της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ στις 15.1.2018 ενάντια στο πολυνομοσχέδιο της τρίτης αξιολόγησης.
32. Απέναντι σ’ αυτήν τη διαλυτική γραμμή των δυνάμεων που κυριαρχούν στα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος και ορθώνει φραγμούς στον αγώνα των εργαζομένων, η αυτοπροβαλλόμενη σαν «ταξική» πολιτική των δυνάμεων του ΚΚΕ όχι μόνο δεν συμβάλλει να ξεπεραστούν αυτοί οι φραγμοί αλλά αντίθετα τροφοδοτεί τη διάσπαση του μαζικού κινήματος και επιτείνει τη σύγχυση όσον αφορά τους στόχους και τις μορφές πάλης του.
Η γραμμή των δυνάμεων του ΚΚΕ διακρίνεται για την παλινωδία θέσεων, αιτημάτων και «αγωνιστικών προτάσεων». Τη μια θεωρούν το «μνημόνιο- αντιμνημόνιο» ψεύτικο δίλημμα και την άλλη καταθέτουν για ψήφιση στη Βουλή σχέδιο νόμου για «κατάργηση των μνημονίων». Τη μια μιλούν για αιτήματα «αντεπίθεσης» και προβαίνουν σε πλειοδοσία διεκδικήσεων και την άλλη τα «μαζεύουν» και τα «κόβουν» στο ύψος που ήταν πριν από τα μνημόνια. Τη μια διατυμπανίζουν «πανεργατικούς ξεσηκωμούς», «κλιμάκωση του αγώνα», «48ωρες απεργίες» και την άλλη περιορίζονται σε υπογραφές συνδικάτων, που ελέγχει το ΠΑΜΕ, για την κατάθεση σχεδίου νόμου για τις συλλογικές συμβάσεις στη Βουλή και ευθυγραμμίζονται με την πρόταση της ηγεσίας της ΓΣΕΕ για απεργία την ημέρα που ψηφίζονται τα μέτρα στη Βουλή. Αυτό έγινε και με τον αντιασφαλιστικό νόμο το 2016 και με την απεργία της 8ης Δεκεμβρίου το 2017 και με την τελευταία κινητοποίηση το 2018 ενάντια στο πολυνομοσχέδιο της τρίτης αξιολόγησης.
Έχουν δε σταθερό στοιχείο τη διάσπαση της ενιαίας κινητοποίησης των εργαζομένων με τη διοργάνωση ξεχωριστών, περιχαρακωμένων συλλαλητηρίων και διαδηλώσεων, όπου συμμετέχουν αποκλειστικά οι δυνάμεις του ΠΑΜΕ. Επίσης, αν και έχει ανακοπεί η «ορμή» τους στη δημιουργία χωριστών «ταξικών» σωματείων σε χώρους ή κλάδους εργαζομένων, δεν παύουν να συντηρούν αυτή την πρακτική διάσπασης της ενιαίας συνδικαλιστικής οργάνωσης των εργαζομένων.
Σε μια παρεμφερή τροχιά, και με τα όρια που θέτουν οι μικρότερες υποκειμενικές προϋποθέσεις, κινούνται και οι δυνάμεις που επηρεάζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εκτός από τα ρεφορμιστικού τύπου αιτήματα που προβάλλουν στο μαζικό συνδικαλιστικό κίνημα, που απορρέουν από το «μεταβατικό πρόγραμμά» τους, παλινδρομούν μεταξύ «επιθετικών» αιτημάτων και μιας «ρεαλιστικότερης» αναπροσαρμογής στην οποία υποχρεώνει ο συσχετισμός δυνάμεων. Το ίδιο συμβαίνει και με τις προτάσεις για τις μορφές πάλης που εκτοξεύουν με ευκολία, όπως για παράδειγμα με την πρόταση για 48ωρη απεργία που πρότειναν το Γενάρη του 2018, για να την πάρουν αμέσως πίσω. Όσο για τον τρόπο συνδικαλιστικής τους παρέμβασης, περιστρέφεται γύρω από την αντίληψη ενός χωριστού, άλλου «κέντρου αγώνα», η οποία πρακτικά μεταφράζεται σε μια στενή συσπείρωση των συνδικαλιστικών δυνάμεων του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, με την αμφίεση της «πρωτοβουλίας συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων».
Οφείλουμε να σταθούμε αντιπαραθετικά σε δύο ακόμα ζητήματα που τίθενται μέσα στο μαζικό κίνημα. Το πρώτο έχει να κάνει με «πρωτοβουλίες» και ακτιβισμούς στιγμιαίου εντυπωσιασμού και δήθεν μαχητικού και συγκρουσιακού χαρακτήρα, στις οποίες προχωρούν μικρές ομάδες του ΠΑΜΕ, της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (εισβολές σε υπουργεία, σπρωξίματα με δυνάμεις των ΜΑΤ κλπ.), οι οποίες είναι εντελώς ξεκομμένες από τη μάζα των εργαζομένων και διαπνέονται από τυχοδιωκτικό πνεύμα, επιτείνοντας την απομαζικοποίηση και αποδιοργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος.
Το δεύτερο αφορά τις προτάσεις για πολιτική συνεργασία των δυνάμεων όλου του φάσματος της «Αριστεράς» που επαναλαμβάνονται με διάφορες διατυπώσεις, όπως «συντονισμός των ΚΚΕ, ΛΑΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς», «κοινός βηματισμός των δυνάμεων της Αριστεράς», «κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς».
Η αντίληψη αυτή, πως η πολιτική συνεργασία «των αριστερών δυνάμεων» μπορεί να υποκαταστήσει το μαζικό κίνημα, παραμορφώνει την έννοια του μαζικού κινήματος, θέτει την ανάπτυξή του έξω και πάνω από τις μαζικές οργανώσεις και, επιπλέον, παρακάμπτει τη βάση πάνω στην οποία μπορεί να επιτευχθεί η αγωνιστική ανασύνταξή του, η οποία συνδέεται με τον πολιτικό προσανατολισμό του, για τον οποίο αντιμάχονται οι καλούμενες, μέσα από αυτές τις προτάσεις, «δυνάμεις της Αριστεράς».
Αντιπαραθέτοντας, σε όλες αυτές τις λαθεμένες και επιζήμιες θέσεις και κατευθύνσεις, τη δική μας ενιαιομετωπική πολιτική μέσα στο μαζικό κίνημα για τη μέγιστη κινητοποίηση των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, επιδιώκουμε και παλεύουμε στο έδαφος της καθημερινής πάλης, στα συνδικάτα και τους συλλόγους, στις συνοικίες και γειτονιές, εκεί που συναντιόμαστε με τον κόσμο που υποφέρει και αντιστέκεται, να συσπειρωθούν, σε μαζικό αγώνα γύρω από τα φλέγοντα αιτήματα και στόχους πάλης, οι ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, προωθώντας την πολιτική της κοινής δράσης.*Στο έδαφος των μετώπων της εργατικής και λαϊκής πάλης, της διεκδίκησης των οικονομικών και κοινωνικών αιτημάτων, στον αγώνα για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, διερευνούμε, κάθε φορά, στα πλαίσια του μαζικού κινήματος, τη δυνατότητα κοινής δράσης και συμπράξεων με δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς και άλλων δυνάμεων που αναφέρονται στο χώρο της κομμουνιστικής και της ευρύτερης Αριστεράς στο βαθμό που μπορούν να προκύψουν συμφωνίες με ξεκαθαρισμένους στόχους, αιτήματα και μορφές δράσης στα συνδικάτα και στους μαζικούς χώρους που βρισκόμαστε μαζί.
Οι δυνάμεις του Μ-Λ ΚΚΕ και της ΕΡΓΑΣ οφείλουν να επιμείνουν στην κατεύθυνση που έδρασαν και τα προηγούμενα χρόνια για να συμβάλλουν στην ενίσχυση του μαζικού, λαϊκού, εξωκοινοβουλευτικού αγώνα.
Με το μέτωπο της πάλης τους στραμμένο ενάντια στην πολιτική κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για την ανασυγκρότηση των μαζικών οργανώσεων του κινήματος, για την υποστήριξη αιτημάτων, μορφών πάλης και οργανωτικών δράσεων που θα οδηγούν στη διεξαγωγή αγώνων με μαζική εργατική και λαϊκή στήριξη. Προσπάθειες που απαιτούν την ταυτόχρονη αντιπαράθεση με τις πολιτικές του συμβιβασμού και της υποταγής, των ρεφορμιστικών αυταπατών, της υποτίμησης της καθημερινής αντιμνημονιακής πάλης, της παραλυσίας και της πολυδιάσπασης του μαζικού κινήματος, των κούφιων εντυπωσιοθηρικών και τυχοδιωκτικών πρακτικών. Προσπάθειες που κατευθύνονται στην απόκρουση των αντιλαϊκών μέτρων, στην επανακατάκτηση και διεύρυνση των εργατικών δικαιωμάτων, στην κατάργηση παλιών και νέων μνημονίων, στο άνοιγμα του δρόμου για την ανατροπή της αντιλαϊκής πολιτικής της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού.
Ενάντια στην πολιτική εξαπάτησης και τρομοκράτησης των λαϊκών μαζών, στον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων και στη φασιστική δράση
33. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προωθεί το πέρασμα των νέων αντιλαϊκών μέτρων αναπαράγοντας μεθόδους που χρησιμοποίησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Από τη μια πλευρά, με το μανδύα της «αριστερής κυβέρνησης», επιδίδεται σε μια επικοινωνιακή παραπλανητική εκστρατεία, προσπαθώντας να καλλιεργεί ψεύτικες προσδοκίες και να ενισχύει ένα κλίμα αναμονής στις λαϊκές μάζες για να αποτρέψει και να συγκρατήσει το ξέσπασμα της συσσωρευμένης δυσαρέσκειάς τους.
Από την άλλη πλευρά, όταν χρειάζεται να κατασταλούν αντιδράσεις, επιστρατεύει την κινδυνολογία για τον εκφοβισμό του λαού, βάζει σε κίνηση τον αστυνομικό μηχανισμό και ενισχύει το οπλοστάσιο περιορισμού των δημοκρατικών δικαιωμάτων των εργαζομένων και του λαού, στο οποίο, πρόσφατα, πρόσθεσε την ποινικοποίηση των διαμαρτυριών κατά των κατασχέσεων των λαϊκών κατοικιών και την περιστολή του δικαιώματος της απεργίας.
Παράλληλα, έχει παγιωθεί, στην πολιτική λειτουργία της χώρας, το αντιδημοκρατικό πλαίσιο που έχει επιβάλει η ιμπεριαλιστική επιτροπεία με την υπαγόρευση και την κατεπείγουσα ψήφιση πολυνομοσχεδίων και την αιφνίδια εισαγωγή αντιλαϊκών τροπολογιών στη Βουλή.
Μέσα σε αυτές τις αντιδημοκρατικές συνθήκες, ενθαρρύνθηκε και αναπτύχθηκε η φασιστική δράση που εκτίναξε τη «Χρυσή Αυγή» στη θέση του τρίτου κοινοβουλευτικού κόμματος. Η Χρυσή Αυγή, μετά τις αποδεδειγμένα δολοφονικές και τρομοκρατικές πράξεις της, έχει παραπεμφθεί εδώ και τρία χρόνια σε δίκη, χωρίς ακόμα να έχει καταδικαστεί, και οι φασιστικές συμμορίες της συνεχίζουν να ασκούν τρομοκρατικές ενέργειες. Η φασιστική δράση -που δεν εκπορεύεται μόνο από τη Χρυσή Αυγή- τροφοδοτείται και συμπλέκεται με τη γενικότερη αντιδραστική πολιτική που συρρικνώνει τα λαϊκά και δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες.
Η πάλη ενάντια στις κυβερνητικές μεθόδους εξαπάτησης, η πάλη ενάντια στα αντιδημοκρατικά μέτρα και τη φασιστική τρομοκρατία, η πάλη για την υπεράσπιση και διεύρυνση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών αποτελούν σημαντικές πλευρές του συνολικού αγώνα για την απόκρουση της κλιμακούμενης αντιλαϊκής πολιτικής.
Να αναζωογονήσουμε το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και να ανεβάσουμε την πάλη του λαού μας για την εθνική ανεξαρτησία
34. Η όξυνση του παγκόσμιου ανταγωνισμού των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, που συνοδεύεται από εξαπόλυση πολέμων και συγκέντρωση μεγάλων στρατιωτικών δυνάμεων σε περιοχές-κόμβους, όπως είναι η Νοτιοανατολική Μεσόγειος, εμπλέκει τη χώρα μας σε μεγάλους κινδύνους και απειλές. Γιατί και η ίδια αποτελεί αντικείμενο του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και, καθώς είναι δεμένη με τους δυο ισχυρούς στρατιωτικούς και οικονομικούς συνασπισμούς, το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, σέρνεται στις ιμπεριαλιστικές τους εξορμήσεις, ενώ ταυτόχρονα οι ελληνικές κυβερνήσεις έχουν παραδώσει το έδαφός της σε αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις που χρησιμοποιούνται για την προώθηση πολεμικών και κατακτητικών σκοπών των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι ευθυγραμμισμένη με το δόγμα «ανήκομεν εις την Δύσιν». Υπηρετεί πειθήνια τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, παρέχοντας στις ΗΠΑ υπηρεσίες ανεμπόδιστης και διευρυνόμενης επιθετικής δραστηριότητας από τη βάση της Σούδας και προσφορές για άνοιγμα και άλλης στρατιωτικής βάσης στην Κάρπαθο. Μετατρέπει δε το Αιγαίο -με πρόσχημα το Προσφυγικό- σε θάλασσα περιπολιών των πολεμικών πλοίων του ΝΑΤΟ και αναλαμβάνει «πρωτοβουλίες» εξωτερικής πολιτικής που στηρίζουν και προωθούν τα σχέδια του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια, όπως είναι ο περιβόητος «άξονας» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο.
Η γραμμή αυτή, προσαρμογής στις διεθνείς γεωστρατηγικές, πολιτικές, οικονομικές και ενεργειακές επιδιώξεις της ΕΕ και των ΗΠΑ, έχει σαν αποτέλεσμα να σπρώχνει τη χώρα μέσα στη δίνη των καταστροφικών και επικίνδυνων συνεπειών της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Φέρνει την Ελλάδα κάτω από τη στυγνή οικονομική επιτροπεία των μνημονίων, πιο κοντά στα θερμά μέτωπα της πολεμικής ανάφλεξης, σε αντιπαράθεση με γειτονικές χώρες που δέχονται την επίθεση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και αντιμέτωπη με τα δεινά που δημιουργεί η πολιτική των ιμπεριαλιστών, όπως το μεγάλο προσφυγικό ρεύμα.
Το προσφυγικό ζήτημα είναι μια ανοιχτή πληγή, μια τεράστια ανθρώπινη τραγωδία που προκαλείται και τροφοδοτείται από την ιμπεριαλιστική πολιτική των πολέμων και της οικονομικής λεηλασίας των χωρών. Ασκεί άμεση και μεγάλη πίεση στη χώρα μας που θα διαρκεί όσο δεν εξαλείφονται οι αιτίες που το προκαλούν. Απέναντι στους εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες - θύματα των πολέμων, η ΕΕ υψώνει φράκτες και φτιάχνει στρατόπεδα με απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης, αρνείται να δώσει άσυλο και προχωρεί σε αναγκαστικές μαζικές απελάσεις. Αυτή την πολιτική υλοποιεί η συμφωνία ΕΕ - Τουρκίας και ακόμα περισσότερο η σκλήρυνση της αντιμεταναστευτικής πολιτικής που ακολούθησε, με το σφράγισμα των βαλκανικών διαδρόμων, με την άρνηση και τη μη εφαρμογή ακόμα και εκείνων των αρχικών «συμφωνιών φιλοξενίας» ενός ελάχιστου αριθμού προσφύγων και μεταναστών σε κάθε χώρα της ΕΕ.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ ακολουθεί πιστά αυτή την αντιμεταναστευτική πολιτική και εφαρμόζει μέτρα εξανδραποδισμού των προσφύγων. Τους εγκλωβίζει σε στρατόπεδα όπου επικρατούν απαράδεκτες συνθήκες εξαθλίωσης, με τις απόπειρες αυτοκτονίας και τους θανάτους να πληθαίνουν. Και στα συνεχή εκρηκτικά ξεσπάσματά τους απαντά με ξυλοδαρμούς και ανοιχτή αστυνομική καταστολή.
Ενάντια στους πόλεμους, στις επεμβάσεις, στη ληστρική οικονομική εκμετάλλευση, στις καταστροφές ολόκληρων χωρών και περιοχών, είναι ανάγκη να αναπτυχθεί ο πιο πλατύς αγώνας για το ξεσκέπασμα, το σταμάτημα και την αποτροπή τους. Η ανάπτυξη ενός αντιπολεμικού- αντιιμπεριαλιστικού κινήματος που θα εκπληρώσει αυτόν το στόχο και θα σταθεί αλληλέγγυο στους πρόσφυγες και μετανάστες και σε όλα τα θύματα της ιμπεριαλιστικής πολιτικής προβάλλει σαν βασικό καθήκον.
Η πάλη ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική είναι αξεχώριστη από την πάλη ενάντια σε αυτούς που την υπηρετούν και τη στηρίζουν μέσα στη χώρα μας, εφαρμόζοντας πολιτική εξάρτησης και εθνικής υποτέλειας.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ δίνοντας, από τους πρώτους μήνες της θητείας της, ταπεινωτικές έγγραφες δεσμεύσεις προς την ΕΕ ότι δεν θα προβαίνει σε μονομερείς ενέργειες και ότι η οικονομική πολιτική της χώρας θα υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο της τρόικας, προχώρησε στη συνέχεια στην υπογραφή του τρίτου μνημονίου. Δεν αρκέστηκε όμως, μόνο στην ενίσχυση των δεσμών της οικονομικής εξάρτησης από την ΕΕ και μάλιστα σε βάθος δεκαετιών. Με τρόπο προκλητικό ο Αλ. Τσίπρας, υποβάλλοντας τα διαπιστευτήριά του στον Τραμπ κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, χαρακτήρισε τις ΗΠΑ «υπερασπιστή των αξιών της δημοκρατίας και της ελευθερίας», προχωρώντας σε έναν απροκάλυπτο εξωραϊσμό της πολιτικής τους.
Οι φιλοφρονήσεις της αμερικανικής ηγεσίας ότι «ο Αλέξης κάνει καλή δουλειά» ήλθαν σαν επιβεβαίωση της αμερικανοδουλείας της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, η οποία προχωρεί σε αγορές δισεκατομμυρίων δολαρίων αμερικανικού στρατιωτικού εξοπλισμού, ανοίγει διάπλατα τις πόρτες της Ελλάδας στις αμερικάνικες επενδύσεις, ευθυγραμμίζεται με τους ενεργειακούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ και τους προσφέρει όλες τις διευκολύνσεις που απαιτούν στο έδαφος και στις θάλασσες της χώρας για τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις.
Οι βαριές συνέπειες της πολιτικής της διπλής ιμπεριαλιστικής εξάρτησης από τον ευρωπαϊκό και αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δείχνουν την κρίσιμη και αποφασιστική σημασία που έχει για τη ζωή του ελληνικού λαού και την πορεία του τόπου ο αγώνας για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας.
Ο αγώνας αυτός εκφράζεται μέσα από την προώθηση των λαϊκών αιτημάτων για την κατάργηση των μνημονίων και κάθε υποδουλωτικής συμφωνίας και σύμβασης, για την έξοδο της χώρας από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, την απομάκρυνση των αμερικανικών και νατοϊκών βάσεων και των ξένων πολεμικών στόλων από την ελληνική επικράτεια, για την ολοκληρωτική απαλλαγή από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
O ευρύτερος προσανατολισμός της λαϊκής πάλης πρέπει να στρέφεται και να κατευθύνεται στην ανατροπή της διπλής κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας μεγαλοαστικής τάξης, για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας και την εφαρμογή ριζικών κοινωνικών μετασχηματισμών στη ζωή του τόπου, μέσα από την ανατροπή των κυρίαρχων εκμεταλλευτριών τάξεων και την επαναστατική άνοδο στην πολιτική εξουσία της εργατικής τάξης και των κοινωνικών συμμάχων της, που θα ανοίξει το δρόμο σε μια Eιρηνική, Δημοκρατική, Ανεξάρτητη και Σοσιαλιστική Ελλάδα.
Τον αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία που αποτελεί βάση για το δημοκρατικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα και αιχμή της πάλης του λαϊκού κινήματος ενάντια στην ξενόδουλη πολιτική της κυρίαρχης μεγαλοαστικής τάξης και των κομμάτων της, σήμερα, τον έχουν εγκαταλείψει δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά, όπως το ΚΚΕ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και, μάλιστα, σε μια περίοδο όπου τα μνημόνια ανέδειξαν με τον πιο έντονο και καθαρό τρόπο την ξενοκρατία που καταδυναστεύει τη χώρα.
Προβάλλοντας εξωφρενικές ψευτοθεωρίες περί “ιμπεριαλιστικής Ελλάδας”, τον αρνούνται και τον θεωρούν ξένο προς τα λαϊκά συμφέροντα, παρωχημένο και εκτός εποχής. Στην πραγματικότητα, με αυτό τον τρόπο εξωραΐζουν το σημερινό σύστημα της εξάρτησης και της υποτέλειας, συγκαλύπτουν και αφήνουν στο απυρόβλητο την οικονομική, πολιτική και στρατιωτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού, αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στους αντιδραστικούς εθνικιστές και πατριδέμπορους να καπηλεύονται τα μεγάλα αιτήματα της Αριστεράς, και όλα αυτά στο όνομα ενός κούφιου αντικαπιταλισμού τροτσκιστικής έμπνευσης και κοπής.
Για την ειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων να ενισχύσουμε την κοινή πάλη των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας ενάντια στις πολιτικές των ιμπεριαλιστών και των κυρίαρχων τάξεων
35. Η όξυνση και οι συνέπειες των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή μας, η εξέλιξη των αντιθέσεων ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας, η ξένη εξάρτηση, αλλά και τα ειδικά χαρακτηριστικά που έχει αυτή για κάθε μια από τις δύο χώρες, ο συσχετισμός δυνάμεων Ελλάδας και Τουρκίας που υπόκειται σε μεταβολές και διακυμάνσεις, είναι οι βασικοί παράμετροι που καθορίζουν την πορεία των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
Η κλιμάκωση των επεμβάσεων και η συνέχιση των πολεμικών επιχειρήσεων στη Μέση Ανατολή, στις οποίες έχουν συμμετοχή οι αμερικανονατοϊκές δυνάμεις και η Ρωσία, όπως και περιφερειακές δυνάμεις, ανάμεσα σ’ αυτές και η Τουρκία, οι κινήσεις του αμερικάνικου και ρώσικου ιμπεριαλισμού όσον αφορά τον έλεγχο της στρατηγικής περιοχής της Νοτιανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων, στις οποίες τώρα έχει προστεθεί και η σύγκρουσή τους για τους ενεργειακούς δρόμους και την εκμετάλλευση νέων ενεργειακών πηγών στις θάλασσες της περιοχής, έχουν αλυσιδωτές πολιτικοοικονομικές και στρατιωτικές επιπτώσεις. Εγείρουν ήδη διενέξεις πάνω σε θέματα κυριαρχικών δικαιωμάτων των χωρών, όπως διαπιστώνεται από επεισόδια που αφορούν έρευνες στο Αιγαίο και στη θαλάσσια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη (ΑΟΖ) της Κύπρου και από τη χρησιμοποίηση της προσφυγικής ροής ως μέσου μετατροπής του Αιγαίου σε θάλασσα νατοϊκής κυριαρχίας και ως προκάλυμμα αμφισβήτησης των συνόρων της Ελλάδας από την Τουρκία.
Η Ελλάδα, μέσα σε αυτό το αρνητικό και επικίνδυνο πλαίσιο στην περιοχή, έχει βρεθεί, με την υπαγωγή της στα μνημόνια, να περνά εδώ και οκτώ χρόνια μια φάση μεγάλης οικονομικής εξασθένισης, γεγονός που εκμεταλλεύεται η Τουρκία δυναμώνοντας τις πιέσεις της στα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Κάτω από την ασφυκτική ιμπεριαλιστική επιτροπεία οι ελληνικές κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της σημερινής των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, ψάχνουν «λύσεις» για τα ελληνοτουρκικά προβλήματα σε μια πολιτική που αναζητά στήριξη απέναντι στις τουρκικές πιέσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ. Από τις δυνάμεις, δηλαδή, που υποδαυλίζουν και συντηρούν τα ελληνοτουρκικά προβλήματα, που κάνουν τον Πόντιο Πιλάτο στις επεκτατικές αξιώσεις της Τουρκίας σε βάρος των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας και ενεργούν κατά τρόπο που τα διαιωνίζουν και τα περιπλέκουν.
Η Τουρκία, μια περιφερειακή χώρα μεσαίου μεγέθους που ανήκει στο G20, έχοντας ισχυροποιηθεί στα χρόνια διακυβέρνησης του Ερντογάν, με μια σειρά πράξεις της τα τελευταία χρόνια (αντιπαραθέσεις με τις ΗΠΑ για τη βάση του Ιντσιρλίκ, την έκδοση του Γκιουλέν και την αμερικάνικη στήριξη στους Κούρδους, κατάρριψη ρώσικου στρατιωτικού αεροπλάνου, διαμάχες με τη Γερμανία και την ΕΕ, πολεμική της εμπλοκή στη Συρία, εναλλαγή σε συμμαχίες κ.α.) έδειξε ότι μπορεί να κάνει σχετικά πιο αυτόνομες κινήσεις και χωρίς, βέβαια, να ξεφεύγει από τις ιμπεριαλιστικές εξαρτήσεις, να ελίσσεται μεταξύ των παγκόσμιων δυνάμεων με βάση τη γενική δύναμη που διαθέτει και τη δεσπόζουσα γεωστρατηγική θέση που κατέχει. Η κυβέρνηση Ερντογάν αν και αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει μια σειρά εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα (πραξικόπημα για την ανατροπή του, τον πόλεμο στη Συρία, τις τριβές με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, αλλά και το πιο οξύ της απειλής δημιουργίας Κουρδικής οντότητας στα σύνορά της) δεν έχει πάψει να κινείται στη λεγόμενη γραμμή της απόκτησης «νεοθωμανικής επιρροής». Φιλοδοξώντας να ενισχύσει τον ρόλο της Τουρκίας ως περιφερειακής δύναμης, αναπτύσσει μια εξωτερική πολιτική η οποία στις ελληνοτουρκικές σχέσεις εκφράζεται όχι μόνο με την επιμονή στις πάγιες τουρκικές διεκδικήσεις σε βάρος κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, αλλά και με κατεύθυνση διεύρυνσής τους. Αυτή την κατεύθυνση έδωσε και δίνει ο Ερντογάν με τις νέες και επαναλαμβανόμενες από το 2016 δηλώσεις του για «τα σύνορα της καρδιάς του», που αμφισβητούν τη συνθήκη της Λοζάνης και ζητούν «επικαιροποίησή» της.
Θέτοντας, έτσι, ουσιαστικά, ζήτημα αλλαγής των συνόρων Ελλάδας - Τουρκίας, που έχει καθορίσει η συνθήκη της Λοζάνης εδώ και 95 χρόνια, ανοίγει, διαρκώς, όλη τη γκάμα των θεμάτων με τα οποία πιέζει την Ελλάδα, από την «γκρίζα ζώνη των 132 νησίδων στο Αιγαίο» ως την «προστασία» της μειονότητας της Θράκης από τη «μητέρα-πατρίδα». Η Τουρκία επιδιώκει το γνωστό πακέτο αμφισβητήσεων και διεκδικήσεών της (υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο, έκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης και
του εναέριου χώρου, θαλάσσια σύνορα, ελληνική κυριαρχία σε νησιά, αποστρατιωτικοποίηση νησιών Ανατολικού Αιγαίου, FIR, περιοχές ευθύνης για έρευνα και διάσωση) να αναβαθμισθεί σε επαναδιαπραγμάτευση των όρων της συνθήκης της Λοζάνης, του συνόλου των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και των συνόρων Ελλάδας και Τουρκίας.
Απέναντι στις εντεινόμενες τουρκικές πιέσεις, οι οποίες έχουν ενθαρρυνθεί και από την πολιτική «κατευνασμού» τους που εφάρμοσαν -υπό την αιγίδα και την παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα- οι ελληνικές κυβερνήσεις στο πρόσφατο παρελθόν, με ενδοτικές και υποχωρητικές συμφωνίες (Ελσίνκι, Μαδρίτη, Κυπριακό), η απάντηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι η συνέχιση της ίδιας πολιτικής που εξαρτά την υπεράσπιση των εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων από τη «βοήθεια» και την παρέμβαση των ΗΠΑ, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ (χαρακτηριστική είναι η δήλωση του υφυπουργού Άμυνας ότι η κυβέρνηση «μεταφέρει τις τουρκικές παραβιάσεις στους διεθνείς οργανισμούς και στις συμμαχίες που συμμετέχουμε για να αντιληφθούν ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι τα σύνορα της Ευρώπης και μ’ αυτή την έννοια να στέρξουν…»!
Η κυβερνητική πολιτική συμπληρώνεται με τυχοδιωκτικές «πρωτοβουλίες» για την «αντιρρόπηση» των τουρκικών πιέσεων, όπως είναι η «στρατηγική συμμαχία» με τα κράτη του αμερικανικού τόξου στη Μεσόγειο, το Ισραήλ και την Αίγυπτο, που κάνουν την Ελλάδα στενό συνεταίρο του δήμιου του Παλαιστινιακού λαού και του στρατιωτικού δικτάτορα της Αιγύπτου, Σίσι, και την εμπλέκουν στους επικίνδυνους φιλοπόλεμους σχεδιασμούς των ΗΠΑ και του Ισραήλ στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Γίνεται, ακόμα, προσπάθεια να «εμπλουτισθεί» με κινήσεις εκμετάλλευσης των προβλημάτων που αντιμετωπίζει το τελευταίο διάστημα η τουρκική κυβέρνηση, ειδικά την πρόσφατη διατάραξη των σχέσεών της με τις ΗΠΑ, οι οποίες έχουν ως σκεπτικό την παροχή επί πλέον εκδουλεύσεων και διευκολύνσεων προς τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό με την προσδοκία να αποσπάσουν την εύνοιά του απέναντι στην Τουρκία.
Η πολιτική της υποτέλειας, του εθνικισμού και της εναπόθεσης της επίλυσης των ελληνοτουρκικών προβλημάτων στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις εφαρμόζεται δεκαετίες από τις ελληνικές κυβερνήσεις. Έχει οδηγήσει σε αδιέξοδο και θα εξακολουθήσει να οδηγεί σε νέα αδιέξοδα και εντάσεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις γιατί η ιμπεριαλιστική πολιτική, είτε με τη μορφή της επιδιαιτησίας είτε των «ίσων αποστάσεων», έχει σαν στόχο την υπόθαλψη των αντιθέσεων των δύο χωρών - με μόνο όριο την αποφυγή ενός ρήγματος στη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ - έτσι ώστε να διατηρείται ο ιμπεριαλιστικός έλεγχος σε Ελλάδα και Τουρκία.
Η πολιτική των κυρίαρχων τάξεων σε Τουρκία και Ελλάδα διέπεται από το πνεύμα του εθνικισμού, την ιδεολογία που αποσκοπεί να διεγείρει το μίσος του ενός λαού ενάντια στον άλλο και να καλλιεργήσει την αντίληψη της κυριαρχίας του ενός κράτους πάνω στο άλλο. Η ένοπλη εισβολή τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο το 1974 και η συνέχιση μέχρι σήμερα της τουρκικής κατοχής πάνω από το 40% του νησιού δείχνει ως πού μπορεί να οδηγήσει η εθνικιστική και σοβινιστική υστερία.
Η ειρηνική και σταθερή επίλυση των ελληνοτουρκικών προβλημάτων, η προώθηση της φιλίας και συνεργασίας των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας μπορεί να περάσει μόνο μέσα από το δρόμο του κοινού αγώνα τους, που στρέφεται ταυτόχρονα ενάντια στην ιμπεριαλιστική πολιτική και στην πολιτική των κυρίαρχων τάξεων στις δύο χώρες.
Το περιεχόμενο και οι στόχοι που πρέπει να δώσει σ’ αυτό τον αγώνα ο λαός μας είναι:
- Η απόκρουση των παρεμβάσεων και αναμίξεων των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στα ελληνοτουρκικά θέματα, της εμπλοκής της Ελλάδας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και στους κινδύνους πολέμου που αυτοί δημιουργούν.
- Η πάλη ενάντια στις πολιτικές της εθνικής υποτέλειας και των εθνικισμών που εφαρμόζουν οι κυρίαρχες τάξεις και οι αντιδραστικές δυνάμεις στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
- Η καταγγελία του τούρκικου επεκτατισμού που εκδηλώνεται με τις συνεχείς αμφισβητήσεις ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και ακόμα πιο προκλητικά, τώρα, με την απαίτηση αναθεώρησης της συνθήκης της Λοζάνης που εγείρει ζήτημα αλλαγής των ελληνοτουρκικών συνόρων.
- Η καταγγελία της τυχοδιωκτικής πολιτικής στησίματος «αντιτούρκικων αξόνων» με τα στηρίγματα του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο (συνεργασία Ελλάδας-Ισραήλ-Αιγύπτου).
- Η καταδίκη κάθε παραβίασης των συνόρων των δύο χωρών, η υπεράσπιση της εδαφικής ακεραιότητας και της εθνικής κυριαρχίας μας από επιθετική ενέργεια της Τουρκίας και η εναντίωσή μας σε κάθε ενέργεια καταπάτησης της τουρκικής κυριαρχίας από πλευράς της Ελλάδας.
- Η υπεράσπιση των δικαιωμάτων της τούρκικης μειονότητας στη Θράκη, η καταγγελία διακρίσεων και καταπιεστικών μέτρων σε βάρος της και κάθε ενέργειας που πάει να τη χρησιμοποιήσει σαν μοχλό εκβιασμών και πίεσης στις ελληνοτουρκικές υποθέσεις ή και επέμβασης στο εσωτερικό της Ελλάδας.
Αλληλεγγύη στον αγώνα του κυπριακού λαού για την αποτροπή της διχοτόμησης της πατρίδας του
36. Όλο και μεγαλύτερες πιέσεις ασκούνται στην Κύπρο για την επιβολή διχοτομικής λύσης. Η αύξηση των πιέσεων προέρχεται πρώτο, από το γεγονός ότι ο ανταγωνισμός των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Κύπρο γνωρίζει μεγαλύτερη ένταση λόγω της κλιμάκωσης των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στη Μέση Ανατολή, αλλά και από το άνοιγμα ενός νέου πεδίου αντιπαράθεσης γύρω από την εκμετάλλευση των ενεργειακών υποθαλάσσιων κοιτασμάτων στην ΑΟΖ της Κύπρου και την κατασκευή αγωγών μεταφοράς ενέργειας από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο στην Ευρώπη. Δεύτερο, από το ότι αυτό το σκηνικό διευκολύνει την Τουρκία να ενισχύει τις απαιτήσεις της για την παγίωση της διχοτόμησης της Κύπρου και τη στρατιωτική παρουσία της στο βόρειο τμήμα της, καθώς και για την κλιμάκωση των διεκδικήσεών της σε βάρος της Κύπρου (εκμετάλλευση τμήματος της ΑΟΖ της Κύπρου κ.α.)
Οι δύο αυτοί παράγοντες συνέτειναν στην επαναφορά διχοτομικού σχεδίου, «υπό την αιγίδα του ΟΗΕ», στην πραγματικότητα σύμφωνα με τα σχέδια που δρομολογούν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Έτσι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις ξανά το 2016 που συνεχίσθηκαν και το 2017 και, ανεξάρτητα αν δεν είχαν κατάληξη και αναμένεται να διαφανεί ποια συνέχεια θα υπάρξει μετά τις προεδρικές εκλογές στην Κύπρο, ωστόσο, κατέδειξαν τον διχοτομικό δρόμο στον οποίο ωθείται ξανά η «επίλυση» του Κυπριακού.
Η «Έκθεση» που έδωσε για το Κυπριακό πρόβλημα ο ΟΗΕ και η οποία, στην ουσία, αποτυπώνει το διχοτομικό περίγραμμα που υπαγορεύουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για την Κύπρο, συμπεριλαμβάνει τη νομιμοποίηση της διχοτομικής «λύσης» τής «Διζωνικής-Δικοινοτικής Ομοσπονδίας» με «δύο ισότιμα συνιστώντα κράτη», αποσιωπά τα κεφαλαιώδη ζητήματα των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων, των εποίκων και των προσφύγων και μεθοδεύει μια διαδικασία όπου υποβαθμίζεται το Κυπριακό από διεθνές ζήτημα στρατιωτικής εισβολής και κατοχής μιας ανεξάρτητης χώρας, σε ζήτημα διμερούς ελληνοτουρκικής ή δικοινοτικής (ελληνοκυπριακής και ελληνοτουρκικής) «διαφοράς», και σε αντικείμενο πενταμερούς συζήτησης, όπου δεν υπάρχει η νόμιμη εκπροσώπηση της Κύπρου, η Κυπριακή Δημοκρατία, αλλά διαπραγματεύονται οι «εγγυήτριες» δυνάμεις (Βρετανία, Ελλάδα και Τουρκία) και οι «ισότιμες κοινότητες».
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο η Τουρκία, και με τις πλάτες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, διεκδίκησε και πίεσε για μεγαλύτερες υποχωρήσεις από την κυβέρνηση της Κύπρου σε όλα τα κρίσιμα θέματα (διακυβέρνηση, έποικοι, περιουσίες, προσφυγικό κλπ.), για συνέχιση της κατοχικής και «εγγυητικής» παρουσίας της στο νησί και, ταυτόχρονα, επεδίωξε τον παραγκωνισμό της νόμιμης κυβέρνησης της Κύπρου και την απόδοση νομιμότητας στο τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, προωθώντας και μέτρα μεγαλύτερης πρόσδεσης των κατεχομένων στο τουρκικό κρατικό σύστημα («εναρμόνιση» του
διοικητικού και νομικού συστήματός τους με εκείνο της Τουρκίας, περιορισμός επαφών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων).
Η κυπριακή, όπως και η ελληνική κυβέρνηση, μπήκαν στις συζητήσεις γι’ αυτό το διχοτομικό σχέδιο, με λογική μικροπαζαριού και με αποδοχή της βάσης του διχοτομικού σχεδίου που είναι η συμφωνία του Ν. Αναστασιάδη και του πρώην επικεφαλής του παράνομου τουρκοκυπριακού κράτους, Ντ. Έρογλου, για μια «δικοινοτική-διζωνική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα των συνιστώντων κρατών της». Η προσπάθεια της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να εξωραΐσει αυτήν τη στάση της με κάποια πρόταση περί «κατάργησης της συνθήκης των εγγυητριών δυνάμεων», πέραν του ότι περιβλήθηκε με ασάφεια, διαφάνηκε ότι υποκρύπτει αλλαγή της μορφής των «εγγυήσεων» και όχι κατάργησή τους.
Οι διαπραγματεύσεις της κυπριακής και της ελληνικής κυβέρνησης κινούνται στην πάγια κατεύθυνσή τους, που εξαρτά την αντιμετώπιση του Κυπριακού προβλήματος από τη στήριξη που θα πάρουν από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις κι ας είναι αυτές που το δημιούργησαν και το διαιωνίζουν. Αυτή η πολιτική που προκρίνεται ως «αντίβαρο» στις τουρκικές πιέσεις, υλοποιείται και με την παράδοση της εκμετάλλευσης των ενεργειακών αποθεμάτων της Κυπριακής ΑΟΖ σε πανίσχυρα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και με την τυχοδιωκτική συνεργασία της Κύπρου με το Ισραήλ και την Αίγυπτο. Με κυνικό τρόπο, μάλιστα, την έχει εκφράσει ο υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, λέγοντας πως «η συμμετοχή μας στην ΕΕ αποτελεί τη μεγαλύτερη εγγύηση της ύπαρξης μας»!
H πραγματική λύση του Κυπριακού απαιτεί ένα ριζικά διαφορετικό προσανατολισμό από αυτόν του συμβιβασμού και της συνθηκολόγησης, που εφάρμοσαν και συνεχίζουν να εφαρμόζουν οι κυρίαρχες δυνάμεις στην Eλλάδα και την Kύπρο. Που θα βγάλει το Κυπριακό από την προκρούστεια κλίνη των ιμπεριαλιστικών παζαρεμάτων και διαβουλεύσεων και θα στηριχθεί στον κοινό αγώνα των λαών της Κύπρου, της Eλλάδας και της Tουρκίας.*-Για να φύγουν από την Kύπρο όλα τα τουρκικά κατοχικά στρατεύματα και όλες οι ελλαδίτικες στρατιωτικές δυνάμεις.*-Για να φύγουν όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και οι στρατιωτικές βάσεις τους και να σταματήσει κάθε ξένη επέμβαση στο νησί.*-Για να διαλυθεί το τουρκοκυπριακό ψευδοκράτος, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες στα σπίτια τους και να εξαλειφθούν όλες οι συνέπειες της πολύχρονης τουρκικής κατοχής και του τούρκικου εποικισμού στη Bόρεια Kύπρο.*-Για να καταργηθεί το καθεστώς των «εγγυητριών» δυνάμεων, που νομιμοποιεί τις ξένες επεμβάσεις στην Kύπρο, και να αφεθούν οι Kύπριοι, οι Έλληνες και οι Tούρκοι, να λύσουν μόνοι τους τα προβλήματά τους και να εξασφαλίσουν την ειρηνική, ισότιμη και αρμονική συμβίωσή τους.*-Για να αποτραπεί κάθε διχοτομική λύση, με όποια μορφή και αν παρουσιάζεται.
Tελικά, το πραγματικό ζήτημα για τον κυπριακό λαό είναι να πάρει τις τύχες του στα χέρια του, έξω από τον έλεγχο των δυνάμεων της ολιγαρχίας, ενάντια στην πολιτική των εκπροσώπων της συνθηκολόγησης, ανατρέποντας τη λογική της αποδοχής των τετελεσμένων, αναπτύσσοντας τον αγώνα του για την απελευθέρωση από την τουρκική κατοχή, για την ανατροπή της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και της ντόπιας ολιγαρχίας, για μια Kύπρο ελεύθερη, ανεξάρτητη, ενιαία και κυρίαρχη, χωρίς ξένους στρατούς και εγγυήτριες δυνάμεις.
Όχι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, τους εθνικισμούς, τις επαναχαράξεις συνόρων και στην ενσωμάτωση των Βαλκανίων σε ΝΑΤΟ και ΕΕ
37. Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, τα Βαλκάνια μετατράπηκαν, με την ανοιχτή πολιτική, οικονομική και στρατιωτική επέμβαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, σε μια ζώνη όπου αναζωπυρώθηκαν οι εθνικισμοί, οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό των βαλκανικών χωρών και οι έχθρες μεταξύ των γειτονικών κρατών, άναψαν ένοπλες συγκρούσεις, με αποκορύφωμα τον διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας και την πολεμική επιδρομή ΗΠΑ και ΕΕ στη Σερβία. Τα αρπακτικά σχέδια του αμερικάνικου και ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού να ξαναβάλουν τις βαλκανικές χώρες στη σφαίρα επιρροής τους, από την οποία είχαν αποσπαστεί μετά τη μεγάλη αντιφασιστική νίκη στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οδήγησαν σε μια βίαιη επαναχάραξη συνόρων και σε έναν τεμαχισμό των Βαλκανίων σε μικρότερα κράτη, σε ένα διπλασιασμό τους (!), με τραγικές συνέπειες (χιλιάδες νεκροί,
οικονομική εξαθλίωση, μετανάστευση κλπ.) για τους βαλκανικούς λαούς, που παραμένουν και σήμερα βαρύτατες. Η ιμπεριαλιστική πολιτική του «διαίρει και βασίλευε», της εθνικιστικής υποκίνησης, των οικονομικών εμπάργκο και της άσκησης στρατιωτικής ισχύος, για τη δημιουργία προτεκτοράτων, συνεχίστηκε στα Βαλκάνια από τις ΗΠΑ και την ΕΕ και μετά τη δεκαετία του 1990. Το 2008 απέσπασαν από τη Σερβία μία επαρχία της, το Κοσσυφοπέδιο, στο οποίο έχει εγκατασταθεί η μεγαλύτερη αμερικανική βάση στο εξωτερικό. Παράλληλα, για να προσδέσουν σφικτά τα βαλκανικά κράτη στο άρμα τους, προώθησαν και προωθούν την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ.
Στη φάση που διανύουμε, η επιδίωξη των ΗΠΑ και της ΕΕ να αναχαιτίσουν την επανάκαμψη του ρώσικου ιμπεριαλισμού και να εμποδίσουν τη διείσδυση της Κίνας στα Βαλκάνια, η αντιπαράθεση για τους ενεργειακούς διαδρόμους των Βαλκανίων, η κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο γειτονικό χώρο που απλώνεται από την Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα ως τη Μέση Ανατολή, αποσταθεροποιούν την περιοχή. Έχει δρομολογηθεί ένα νέο κύμα παρεμβάσεων των ΗΠΑ και της ΕΕ, που υποδαυλίζουν εθνικισμούς και αλυτρωτισμούς, οξύνουν αντιθέσεις μέσα στην πολιτική ζωή των βαλκανικών χωρών, ασκούν πιέσεις και μεθοδεύουν «διευθετήσεις εκκρεμών ζητημάτων», με στόχο την επίσπευση του καθολικού μαντρώματος των Βαλκανίων μέσα στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ. Αποτυπώματα αυτών των επεμβάσεων και αναμοχλεύσεων αποτελούν οι επισκέψεις υψηλών παραγόντων των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ στα Βαλκάνια και οι προσταγές που απευθύνουν, τα επεισόδια στη Σερβία και στο Κοσσυφοπέδιο, οι οξυμμένες εσωτερικές πολιτικές συγκρούσεις -σε μερικές περιπτώσεις εμφανίζονται πως γίνονται μεταξύ «φιλοδυτικών» και «φιλορωσικών» κομμάτων- στο Μαυροβούνιο, στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην Αλβανία. Οι εθνικιστικές κραυγές της τελευταίας για τη «μικρή ένωση Αλβανίας και Κοσσυφοπέδιου», οι αλυτρωτικές φωνές της για το «τσάμικο ζήτημα» και η ανάμιξή της στις εσωτερικές εξελίξεις στη πΓΔΜ. Ακόμη η αλλαγή κυβέρνησης στα Σκόπια και η επανεκκίνηση υπό την εποπτεία του ΟΗΕ, στην ουσία των ΗΠΑ, διαπραγματεύσεων Ελλάδας - πΓΔΜ για την ονομασία της γειτονικής χώρας και η αναθέρμανση αντιπαραθέσεων ανάμεσα σε εθνικιστικούς και «συμβιβαστικούς» κύκλους των κυριάρχων αστικών τάξεων στις δύο χώρες για το όνομα.
Μέσα σ’ αυτό το εύθραυστο σκηνικό, η ελληνική κυβέρνηση κινείται στις βαλκανικές εξελίξεις με στόχο το πλασάρισμα της Ελλάδας ως «πόλου σταθερότητας», δρώντας στην πραγματικότητα σαν όργανο και τοποτηρητής των συμφερόντων των Αμερικάνων και Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών στην περιοχή και για να εξασφαλίσει μεγαλύτερο μερίδιο στις βαλκανικές αγορές για την ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία.
Αυτό, ακριβώς, κάνει και στο θέμα που αφορά άμεσα την Ελλάδα, στο θέμα της ονομασίας της πΓΔΜ. Έχει αποδεχτεί ως πλαίσιο επίλυσης του ζητήματος την ιμπεριαλιστική ανάμειξη και εποπτεία, που είτε διαιωνίζει το πρόβλημα και παρατείνει τις τριβές Ελλάδας - πΓΔΜ είτε ωθεί σε ένα «συμβιβασμό» που δεν διασφαλίζει την πραγματική λύση της διαφοράς, αλλά θα συνεχίσει να την αναπαράγει με τη μια ή την άλλη μορφή, ώστε ο ιμπεριαλιστικός παράγοντας να εξακολουθήσει να αναμιγνύεται σαν επιδιαιτητής στις υποθέσεις των δύο χωρών και στη ρύθμιση των αμοιβαίων σχέσεών τους.
Η ονομασία που θα πάρει η γειτονική χώρα, όπως και τα σύμβολά της, έχουν σημασία για το στήσιμο γέφυρας συνεργασίας και φιλίας ανάμεσα στις δύο γειτονικές χώρες, στη βάση ενός συμβιβασμού, μακριά από εθνικιστικές και σοβινιστικές υστερίες και αλυτρωτισμούς. Θα πρέπει να έχουν χαρακτηριστικά που δεν θα δίνουν ερείσματα για την αμφισβήτηση των συνόρων και δεν θα υποκρύπτουν, αλλά αντίθετα θα αποκλείουν εδαφικές βλέψεις του ενός σε βάρος του άλλου, που θα σέβονται την ιστορική και σημερινή πραγματικότητα των δύο λαών και την κυριαρχία των δύο χωρών, συμβάλλοντας στην εξομάλυνση των σχέσεων και τη σταθερή ειρηνική τους συμβίωση.
Η διαφορά Ελλάδας και πΓΔΜ είναι ένα από τα προβλήματα των Βαλκανίων.
Η επίλυσή του, όπως και η επίλυση του συνόλου των βαλκανικών προβλημάτων προς όφελος των λαών της περιοχής, δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο με μια πολιτική που θα αντιτάσσεται στην ιμπεριαλιστική κηδεμονία, στους εθνικισμούς, τους αλυτρωτισμούς και στην υποτέλεια, στις επαναχαράξεις συνόρων. Η σταθερή ειρήνη στα Βαλκάνια, η συνεργασία και φιλία των βαλκανικών χωρών μπορεί να κατακτηθεί μόνο αν οι λαοί τους αναπτύξουν κοινό αγώνα για την ανατροπή της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων λακέδων τους.